λαπαδιάζω

λαπαδιάζω
1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά
2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ- (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. -ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ-ιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαπαδιάζω — (λ. τουρκ.), λαπάδιασα, λαπαδιασμένος, γίνομαι λαπάς: Λαπαδιασμένο πιλάφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαπάδιασμα — το [λαπαδιάζω] το αποτέλεσμα τού λαπαδιάζω, χύλωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”